ἀστραγαλωτόν — ἀστραγαλωτός made of masc acc sg ἀστραγαλωτός made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωταί — ἀστραγαλωτός made of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτοῖς — ἀστραγαλωτός made of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτῆς — ἀστραγαλωτός made of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτῇ — ἀστραγαλωτός made of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστραγαλωτή — ἀστραγαλωτός made of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστράγαλος — I (Ανατ.). Μικρό κόκαλο (κότσι) στην άκρη του ποδιού. Αποτελεί άρθρωση μεταξύ της κνήμης και της φτέρνας. Έχει σχήμα ανώμαλου κύβου και παρουσιάζει στρογγυλή επιφάνεια στην οποία στηρίζεται το κόκαλο της κνήμης προς τα πίσω. Διακρίνεται στην… … Dictionary of Greek
ԿՈՃԿԵՆԻԿ — ( ) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԿՈՃԿԷՆ — (ի, ից.) NBH 1 1114 Chronological Sequence: Early classical, 13c ա. ԿՈՃԿԵՆԻԿ ԿՈՃԿԷՆ, ԿՈՃԿԵՆ, ի, ից. καρπωτός, ἁστραγαλώτος fructibus intextus, talaris, tali formam habens. Յօրինեալն կոճիւք կամ կոճակօք՝ աստղնեգործ. (ըստ յն. պտղաձեւ. կամվիգաձեւ.)… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)